Όταν έχουμε επιλέξει κάποιον για να ζήσουμε μαζί, ελπίζουμε πως θα νιώθουμε καλύτερα, πως θα είναι καλύτερη η αυτοεκτίμησή μας. Τουλάχιστον, αυτό προσδοκούμε. Συμβαίνει, όμως, έτσι; Κι αν ναι, ισχύει και για τους δύο συζύγους;
Έρευνες που έχουν γίνει ως τώρα δείχνουν ότι συνήθως ευνοείται περισσότερο ο άντρας παρά η γυναίκα. Για ποιο λόγο; Όπως ξέρουμε, για να υπάρξει κοινή ζωή, καλείσαι να προσφέρεις κάποια πράγματα και να θυσιάσεις κάποια άλλα: βλέπουμε, όμως, ότι οι γυναίκες θυσιάζουν περισσότερα από τους άντρες .
Άλλοτε είναι μικρές θυσίες, για ασήμαντα πράγματα, όπως να επιτρέπει στον άντρα, επειδή μαγειρεύει ωραία, να ετοιμάζει εκείνος το γεύμα των καλεσμένων κι εκείνη να μαγειρεύει μόνο το καθημερινό φαγητό, πράγμα που δεν τονώνει ιδιαίτερα την αυτοεκτίμησή της. Άλλοτε, πάλι, πρόκειται για κάποια σοβαρότερη θυσία, όπως το να εγκαταλείψει την επαγγελματική σταδιοδρομία της για ν’ αφοσιωθεί στα παιδιά της.
«Έχω δυο παιδιά», μας έλεγε μια ασθενής μας, «και δεν μπορώ να δουλέψω. Πριν από χρόνια δοκίμασα να δουλέψω κάπου, όμως μια ενδιαφέρουσα εργασία δεν μπορεί να συνδυαστεί με τις ανάγκες του σπιτιού. Ο άντρας μου, που είχε καλή θέση, με παρότρυνε να μείνω στο σπίτι. Είμαι ευχαριστημένη από τον τρόπο που ζούμε: τα πάμε καλά με τον άντρα μου, παρ’ όλο που δουλεύει πάρα πολύ, τα παιδιά μου είναι όπως τα ήθελα, έχουμε φίλους και ζούμε ευχάριστα. Κάθε φορά όμως που καλούμε καινούργιους ανθρώπους στο σπίτι, λόγω των υποχρεώσεων του άντρα μου, έχω πρόβλημα.
Όλοι με ρωτούν με τι ασχολούμαι, κι εγώ απαντώ “οικιακά”. Βιάζονται αμέσως να απαντήσουν ότι πολύ καλά κάνω κι ασχολούμαι μ’ αυτό, ότι είναι σπουδαίο έργο το σπίτι και τα παιδιά, όμως εγώ δεν πιστεύω τίποτε από όσα μου λένε. Αισθάνομαι να με κατατάσσουν αμέσως στην κατηγορία των γυναικών της μεγαλοαστικής τάξης, που δεν ασχολούνται με τίποτα, ενώ εκείνες που με ρωτούν εξακολουθούν πάντα να δουλεύουν. Πλησιάζω τα 40 και ομολογώ ότι είναι κάτι που μ’ ενοχλεί αφάνταστα…»
Η τέχνη τού να μοιράζεστε τους ρόλους
Οι θυσίες της συζυγικής ζωής θα πρέπει να γίνονται κι από τις δύο πλευρές, έτσι που να υπάρχουν «διαφορετικοί τομείς αρμοδιότητας»: καθένας αναλαμβάνει έναν. Στα ζευγάρια που ζουν αρμονικά, οι αρμοδιότητες είναι ισότιμες: ο ένας αναλαμβάνει τις ευθύνες των παιδιών, ο άλλος τις οικονομικές.
«Ο άντρας μου κι εγώ», έλεγε μια νεαρή γυναίκα, «όσο περνούσαν τα χρόνια, αναγκαστήκαμε να διαχωρίσουμε τις ευθύνες του σπιτιού. Καθώς είμαι πιο κοινωνικό άτομο από εκείνον, παίζω κατά κάποιον τρόπο το ρόλο του “υπουργού Εξωτερικών”: τηλεφωνώ στους φίλους και στους συγγενείς, έχω αναλάβει τις σχέσεις με τους γείτονες.
Ο άντρας μου έχει αναλάβει τα διοικητικά θέματα, τους λογαριασμούς, τις δοσοληψίες με τις δημόσιες υπηρεσίες, κάτι σαν “υπουργός Οικονομικών”. Σε σχέση με τα παιδιά, έχω αναλάβει το ρόλο του “υπ Παιδείας”, ενώ ο άντρας μου τον άχαρο ρόλο του “υπουργού σιας Τάξης”, για να κρατά κάπως σε πειθαρχία τα τέσσερα χα: να διαβολάκια μας. Καθένας σέβεται τον τομέα του άλλου, και οι δικοί μας άνθρωποι το γνωρίζουν…»
Ανάλογοι ρόλοι υπάρχουν και προς τα έξω, όπως, για παράδειγμα, μια σύζυγος που αφήνει τον άντρα της, επειδή ξέρει να · ωραία, να μιλά εκείνος όταν βγαίνουν έξω, ή ένας σύζυγος πονάει τη γυναίκα του, σαν ειδική που είναι σε θέματα τέχνης, νι εκείνη, καθώς εκείνος δε σκαμπάζει και πολύ από τέτοια… Είναι καλό να υπάρχει μια ισορροπία. Για να μπορούν δυο άνθρωποι να μαζί για καιρό, δεν μπορεί να ασχολείται μόνο ο ένας με πράγματα. ευχάριστα και με όσα αναγνωρίζονται από τους άλλους. Η κοινή τους ζωή θα πρέπει να δίνει και στους δύο την ευκαιρία να «τροφοδοτήσουν την αυτοεκτίμησή τους.