Από Κύα Το διαβάσαμε στο parallaximag.gr
Το κτίριο που δεσπόζει στην Πλατεία Χρηματιστηρίου και χαρακτηριστικό του το μεγάλο ρολόι που κοσμεί την όψη του, από την δεκαετία του 50 είναι γνωστό σε όλους ως στοά Μαλακοπή, λόγω της εμπορικής του χρήσης.
Η στοά ήταν γεμάτη ραφεία, αποθήκες νεωτερισμών και υφασματάδικα μέχρι που άδειασε οριστικά εδώ και πάνω από 10 χρόνια από τις παλιές του χρήσεις για να φιλοξενήσει μια σειρά νέες. Μπαρ, εστιατόρια, δημιουργικά και άλλα γραφεία.
Το οικοδόμημα, ιδιοκτησία του Εδουάρδου Αλλατίνι (μέλος της γνωστής για την οικονομική της δραστηριότητα εβραϊκής οικογένειας) βρίσκεται στο κέντρο του Φραγκομαχαλά της οθωμανικής Θεσσαλονίκης. Το 1904 στο βόρειο τμήμα του προϋπήρχε ένα μοναδικό κτίριο με μεγάλο κήπο που εκτεινόταν προς το Νότο (αρχοντικό Αλλατίνι).
Το 1906 χτίστηκε το κτίριο, σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι, στο σημείο όπου βρισκόταν ο κήπος, προκειμένου να στεγαστεί Τράπεζα της Θεσσαλονίκης. Την Τράπεζα είχαν ιδρύσει οι αδερφοί Αλλατίνι το 1888 και το συγκεκριμένο κεντρικό κατάστημα άνοιξε τις πόρτες του το 1907, όταν ο διευθυντής της τράπεζας Αλφρέντο Μισραχί αγόρασε το νεαναγερθέν κτίριο για λογαριασμό της τράπεζας.
Λειτούργησε μέχρι το 1940, οπότε και επιτάχτηκε από τους Ναζί Η Τράπεζα ήταν εβραϊκών συμφερόντων και η Πλατεία απέκτησε το όνομα Πλατεία Χρηματιστηρίου γιατί έπαιξε τα χρόνια εκείνα της λειτουργίας της Τράπεζας τον ρόλο υπαίθριου Χρηματιστηρίου, αφού Χρηματιστήριο στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε. Εκεί γίνονταν οι συναλλαγές από τους Χρηματιστές που δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης στον απλό λαό που τους αποκαλούσε “αεριτζήδες” και τους χρέωνε πολλές οικονομικές καταστροφές. Ακολούθησε η στοά το 1954 με τα καταστήματα.
Η Τράπεζα Θεσσαλονίκης φυσικά διέθετε και Θησαυροφυλάκιο. Έναν δαιδαλώδη υπόγειο χώρο γεμάτο εσοχές και στενά διαδρομάκια που απλωνόταν σε όλη την έκταση της Τράπεζας, χωμένο βαθιά στα θεμέλια του κτιρίου.
Συναντηθήκαμε με μια εκ των ιδιοκτητών έξω απ΄την Στοά, μια από τις προηγούμενες ηλιόλουστες μέρες με το τσουχτερό κρύο. Με είχε προειδοποιήσει πως φωτισμός δεν υπήρχε στο υπόγειο. Ένας απλός φακός, ήταν το φως που μας οδηγούσε. Περίμενα ότι το κρύο θα περόνιαζε εκεί κάτω και η η υγρασία θα εισχωρούσε στο πετσί μας αλλά έπεσα έξω.
Η θερμοκρασία ήταν αρκετούς βαθμούς ψηλότερη από την εξωτερική και υγρασία δεν ένιωθες, μια αχνή οσμή κλεισούρας, αλλά καμιά σχέση με αυτό που συναντάς σε ένα συνηθισμένο ακατοίκητο υπόγειο, 3 μέτρα κάτω απ΄την γη. “Είναι το πάχος των τοίχων”, μου είπε. “Η θερμοκρασία εδώ κάτω παραμένει σταθερή χειμώνα καλοκαίρι”.
Και τότε βρεθήκαμε μπροστά στην βαριά σιδερένια πόρτα. Μισάνοιχτη, στην ίδια θέση εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Ακίνητη, το βάρος τόνων σίδερου έκανε αδύνατη οποιαδήποτε μετακίνησή της. Και μετά μπήκαμε στον λαβύρινθο. Τι σπιτάκι του τρόμου και αηδίες.
Η είσοδος μας ήταν μια μικρή πόρτα που δεν σου γέμιζε το μάτι. Αλλά απ΄την άλλη παρ΄όλη την υποβλητική ατμόσφαιρα που σου προκαλεί ο αποκλεισμός σου σε έναν υπόγειο λαβύρινθο, ένιωθες και ένα αίσθημα ασφάλειας. Τίποτα δεν μπορούσε να σε αγγίξει εδώ κάτω. Τοίχοι χοντροί, οροφές ενισχυμένες με σιδερένιες πλάκες, μικρά δωματιάκια ασφαλείας και μερικοί χώροι ανοικτοί όπου φυλάσσονταν τα αρχεία της Τράπεζας και όπου εργάζονταν γραφιάδες τραπεζικοί ανάμεσα σε στοίβες τίτλων, μετοχών και ομολόγων.
Ούτε καν μια πυρκαγιά. Κάποια στιγμή έπιασε φωτιά σε ένα μικρό χώρο, όταν το μέρος δεν φυλάσσονταν αρκετά και κάποιοι εισβολείς κατέβηκαν εκεί, αλλά ούτε καν αυτή δεν μπόρεσε να εξέλθει του δωματίου όπου ξέσπασε. Έγλειψε τους τοίχους, μαύρισε τον χώρο, έκαψε ότι είχε εκεί μέσα και μετά νικήθηκε. Η μεταλλική οροφή και οι χοντροί τοίχοι την έπνιξαν. Προχωρούσαμε με μικρά βήματα, προσεκτικά, το φως του φακού μπορούσε να νικήσει ένα μικρό μόνο μέρος του απόλυτου σκότους.
Η αλήθεια ήταν πως μόνο το φλας της φωτογραφικής μηχανής βοηθούσε στο να δεις τον χώρο καθαρά. Αυτό που βλέπετε στις φωτογραφίες οφείλεται σε ένα δυνατό φλας. Η περιήγηση μας έγινε μέσα σε ένα βαθύ μισοσκόταδο.
Τελικά φτάσαμε σε μια αίθουσα αρκετά μεγάλη, την κεντρική, γεμάτη ράφια στους τοίχους. Το Αρχείο και στο τέλος της μια ακόμη σιδερόφρακτη πόρτα οδηγούσε σε άλλο ένα χώρο υψίστης ασφαλείας, όπου πιθανόν φυλάσσονταν οι θυρίδες. Η περιήγηση μας είχε τελειώσει. Επιστρέψαμε στην αρχική σκάλα. Καθώς ακολουθούσα τα σίγουρα βήματα της ιδιοκτήτριας αναρωτιόμουν πόσο εύκολο θα ήταν να χαθείς εκεί μέσα.
Χωρίς φως μπορεί να μην έβρισκες και ποτέ τον δρόμο για την επιφάνεια, ο πανικός σου σίγουρα θα γεννούσε φαντάσματα, ένιωσα για μια στιγμή σαν πρωταγωνίστρια σε ταινία τρόμου και μετά βρέθηκα να ανεβαίνω τα μαρμάρινα σκαλιά. Φως.
Ο πρώτος όροφος στη Στοά που φιλοξενούσε τα γραφεία της Τράπεζας και του διευθυντή.
ο αρχοντικό Αλλατίνι με τον κήπο του πριν την ανέγερση σ’ αυτόν της Στοάς Μαλακοπή. Το αρχοντικό διασώζεται κολλητά με το κτίριο της στοάς στο βόρειο τμήμα του τετραγώνου.